εκτροπή

εκτροπή
Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία από τις έδρες ενός πρίσματος και τη διεύθυνση της εξερχόμενης ακτίνας ύστερα από διάθλαση από την άλλη. Για τη γωνία ε. ψ ισχύει η σχέση: ψ = φ + δ – Α, όπου φ η γωνία πρόσπτωσης μιας ακτίνας στην επιφάνεια του πρίσματος, δ η γωνία διάθλασης και Α η διαθλαστική γωνία του πρίσματος. Η σχέση αυτή για τα πολύ οξέα πρίσματα (μικρή διαθλαστική γωνία) γίνεται ψ = Α(η–1), όπου η ο δείκτης διάθλασης του υλικού του πρίσματος. σφαιρική ε. Ακόμα και οι φωτεινές ακτίνες ενός μόνο χρώματος (φως ενός μήκους κύματος), όταν ανακλαστούν από ένα σφαιρικό κάτοπτρο (που έχει δηλαδή σχήμα κοίλου σφαιρικού τμήματος) ή όταν διαθλαστούν από έναν φακό, αποκλίνουν κατά διάφορο τρόπο (επειδή προσπίπτουν με διαφορετική γωνία), ανάλογα με το αν διέρχονται από ένα σημείο στην περιφέρεια ή από ένα σημείο κοντά στο κέντρο του κατόπτρου ή του φακού. Πράγματι, αντί οι ακτίνες να συγκλίνουν προς μία μοναδική εστία, συγκεντρώνονται –μετά την ανάκλαση ή τη διάθλαση– σε μία επιφάνεια που λέγεται καυστική. Για να εξαλείψουμε τα αποτελέσματα αυτού του φαινομένου –που δυσχεραίνουν την ευκρινή όραση– χρησιμοποιούμε σε ορισμένα οπτικά όργανα παραβολικά κάτοπτρα, αντί για σφαιρικά, ή απλανητικούς φακούς, των οποίων τα άκρα είναι πιο επίπεδα. Σε οπτικά συστήματα με σχετικά μικρό άνοιγμα, η ε. δεν είναι πολύ σημαντική. Συνεπώς, αν μειώσουμε το διάφραγμα ενός αντικειμενικού συστήματος, εξαλείφουμε κατά μεγάλο μέρος όσες ε. παρουσιάζονται και επιτυγχάνουμε μεγαλύτερη καθαρότητα του ειδώλου. χρωματική ε. Ένα είδος σφάλματος των φακών το οποίο δεν οφείλεται σε ατέλειες στην κατασκευή τους, αλλά σε (αναπόφευκτα) φαινόμενα διάθλασης. Το λευκό φως αποτελείται από ακτίνες διαφόρων χρωμάτων, οι οποίες, όταν διασχίζουν έναν φακό, διαθλώνται κατά διάφορο τρόπο (επειδή έχουν διαφορετικά μήκη κύματος). Αντί να συγκλίνουν σε μία μοναδική εστία, συγκλίνουν σε διαδοχικές εστίες, ξεχωριστές για κάθε χρώμα, και έτσι προκαλούν διάφορα και υπερκείμενα είδωλα, τα οποία συγχέονται. Η ανωμαλία αυτή μπορεί να διορθωθεί αν χρησιμοποιήσουμε συνδυασμό δύο ή περισσότερων φακών από γυαλιά με διάφορες ιδιότητες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα αντικειμενικά συστήματα των διαφόρων οπτικών συσκευών αποτελούνται από συστήματα φακών και λέγονται αχρωματικά.
* * *
η (AM ἐκτροπή)
απομάκρυνση από την αρχική κατεύθυνση, απόκλιση
νεοελλ.
(πυροβ.)
1. απόκλιση τού βλήματος από το κατακόρυφο επίπεδο βολής
2. (κοσμογρ.) η απομάκρυνση κινούμενου σώματος από την κανονική του τροχιά
αρχ.
1. (ειδ.) παροχέτευση νερού ποταμού με διώρυγα
2. διώρυγα
3. αποφυγή, έκκλιση, αποστροφή
4. (για λόγο) παρέκβαση, το σημείο όπου γίνεται η παρέκβαση
5. διακλάδωση, διχασμός δρόμου, σταυροδρόμι
6. (για δρόμο) στροφή
7. πάροδος, παράμερος δρόμος, μονοπάτι
8. διακλάδωση διώρυγας
9. (για όνομα) παραλλαγή, άλλος τύπος
10. (για ποταμό) ξεχείλισμα
11. αλλαγή βίου, μεταβολή τρόπου ζωής
12. ωροσκόπος*
13. διανοητική παράκρουση
14. αστρολ. η στιγμή τού τοκετού
15. ιατρ. αναστροφή τού βλεφάρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐκτροπῇ — ἐκτροπή turning off fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτροπή — turning off fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτροπή — η 1. απομάκρυνση από θέση ή από πορεία, απόκλιση: Εκτροπή μαγνητικής βελόνας. 2. το σημείο όπου ένας δρόμος αλλάζει κατεύθυνση. 3. μτφ., απομάκρυνση από το κύριο θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαμήκης χρωματική εκτροπή — Εκτροπή κατά την οποία τα είδωλα ενός αντικειμένου, που προκύπτουν με δύο μονοχρωματικές ακτίνες, περιλαμβάνονται σε δύο επίπεδα κάθετα στον οπτικό άξονα …   Dictionary of Greek

  • παρέκκλιση — Εκτροπή ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου από την πορεία, η οποία οφείλεται, αντίστοιχα, σε ρεύματα του νερού ή της ατμόφαιρας. Η γωνία της π. είναι αυτή που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας του κινητού, ως προς το νερό ή τον αέρα όπου… …   Dictionary of Greek

  • διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… …   Dictionary of Greek

  • αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • λοξοδρομία — Εκτροπή από την ευθεία πορεία· μεταφορικά, έχει την έννοια της παρεκτροπής. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τους ναυτικούς και πρόκειται για την τεθλασμένη γραμμή πορείας των ιστιοφόρων, αλλά και για την πλεύση κατά τον μέγιστο κύκλο της… …   Dictionary of Greek

  • ἐκτροπαῖς — ἐκτροπή turning off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτροπαί — ἐκτροπή turning off fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”